- προνοεῖν
- προνοέωperceive beforepres inf act (attic epic doric)προνοοῦμαιperceive beforepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
приять — прияю относиться благожелательно , стар., укр. прияти, прияю, блр. прыяць, ст. слав. приѩти, приѩ προνοεῖν, φροντίζειν (Супр.), цслав. прияти, прѣɪѫ, сербохорв. прѝjати преуспевать, удаваться , словен. prijati, prijam, чеш. přati, přiti,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… … Dictionary of Greek
προνοώ — προνοῶ, έω, ΝΜΑ [νοῶ] δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek